παραλογιστής

παραλογιστής
παραλληλ-ιστής, οῦ, ,
A one who cheats by false reckoning, Arist.EE1232a14 ; or by false reasoning, δεινὸς ὁ τῦφος π. M.Ant.6.13, cf. Procl.Par.Ptol.225 ; cheat, Artem.4.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραλογιστής — ὁ, Α [παραλογίζομαι] 1. αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς 2. αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς 3. (γενικά) απατεώνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”